- ανέκκλητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν μπορεί να ακυρωθεί, να ματαιωθεί, τελεσίδικος: Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου είναι πια ανέκκλητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανέκκλητος — η, ο (Α ἀνέκκλητος, ον) αρχ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος νεοελλ. (για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός … Dictionary of Greek
αμετάκλητος — η, ο (Α ἀμετάκλητος, ον) [μετακαλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός αρχ. αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος … Dictionary of Greek
ανέφετος — ον αυτός που δεν επιδέχεται έφεση, τελεσίδικος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
αναθέτητος — η, ο αυτός που δεν αθετήθηκε ή δεν αθετείται, αμετάκλητος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αθετώ] … Dictionary of Greek
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek